- ἀβλαβές
- ἀβλαβήςwithout harmmasc/fem voc sgἀβλαβήςwithout harmneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DOMUS — seu Aedificium, primum hominibus, ut se tutarentur adversus Solis ardores et tempestatum iniurias, vel spelunca erat vel tectum e frondibus. Ingeniosiores dein furcas erexêre, virgultoque interserto et luto inducto, parietes struxêre. Postea non… … Hofmann J. Lexicon universale
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
ατοξίνη — Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και… … Dictionary of Greek
επιρραίνω — ἐπιρραίνω (AM) 1. ραίνω, ραντίζω («[δῶμα] ἐπιρραίνειν... ἀβλαβές ὕδωρ», Θεόκρ.) 2. (για δημητριακούς καρπούς, φύλλα, λουλούδια κ.λπ.) σκορπίζω στο κεφάλι κάποιου («ἄνωθεν ἐπιρραίνουσι μυρσίνην τε καὶ δάφνην», Τζέτζ.) αρχ. χύνω υγρό πάνω ή γύρω σε … Dictionary of Greek
τιτάνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ti· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 22, ατομικό βάρος 47,90 και 5 σταθερά ισότοπα. Δεν βρίσκεται ελεύθερο στη φύση, αλλά είναι αρκετά… … Dictionary of Greek
χρησιδάνειο — το, Ν (νομ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο χρήστης, παραχωρεί δωρεάν στον άλλο, στον χρήσαμενο, την χρήση ενός πράγματος, με την υποχρέωση όμως τού τελευταίου να τό επιστρέψει αβλαβές μετά τη λήξη τής σύμβασης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… … Dictionary of Greek
ακρεμνινοσάπωνες — Ονομασία των σαπουνιών νατρίου, που περιέχουν αλκαλιπολυσουλφίδια και είναι αρωματισμένα με ανισέλαιο και μάραθο. Τα χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι εργάτες των ορυχείων ή των βιομηχανιών επεξεργασίας μολύβδου για να προφυλάσσονται από τις μολυβδιάσεις … Dictionary of Greek
βαλαντίδιο — (balantidium). Γένος βλεφαριδωτών πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα θηλαστικών και πολλές φορές του ανθρώπου. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί (0,1 0,5 χιλιοστά) ελλειψοειδούς σχήματος, με… … Dictionary of Greek
ντι-ντι-τι — (DDT). Διχλωρο διφαινυλ τριχλωροαιθάνιο, χημική ένωση που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Το παρασκεύασε πρώτη φορά το 1874 ο Ελβετός χημικός Τσίγκλερ με συμπύκνωση του χλωροβενζολίου με τη χλωράλη, αλλά μόνο το 1942 δόθηκε στο εμπόριο από την… … Dictionary of Greek